- καταφροντίζω
- καταφροντίζω (Α)(επιτ. τ. τού φροντίζω)1. ξοδεύω, δαπανώ σε σπουδές2. φροντίζω πολύ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταφροντίζω — ve thought pres subj act 1st sg καταφροντίζω ve thought pres ind act 1st sg καταφροντίζω ve thought pres subj act 1st sg καταφροντίζω ve thought pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφροντίζειν — καταφροντίζω ve thought pres inf act (attic epic) καταφροντίζω ve thought pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπεφρόντικα — καταφροντίζω ve thought perf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)